πλαταμων

πλαταμων
    πλαταμών
    πλᾰτᾰμών
    -ῶνος ὅ
    1) плоский камень, каменная плаха
    

(λείῳ ἐπὴ πλαταμῶνι HH.)

    2) отлогий морской берег, взморье
    

(ἐρημαῖοι πλαταμῶνες Anth.)

    3) заливаемое во время наводнения место, пойма Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πλαταμων" в других словарях:

  • πλαταμών — any broad flat body masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνα — πλαταμών any broad flat body masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνας — πλαταμών any broad flat body masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνες — πλαταμών any broad flat body masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνι — πλαταμών any broad flat body masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶνος — πλαταμών any broad flat body masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶσι — πλαταμών any broad flat body masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμῶσιν — πλαταμών any broad flat body masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμώνων — πλαταμών any broad flat body masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Platamonas — Πλαταμώνας …   Deutsch Wikipedia

  • πλάταμος — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πλαταμών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»